προκαλυπτικός

προκαλυπτικός
-ή, -ό, Ν [προκαλύπτω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκάλυψη
2. αυτός που χρησιμεύει για προκάλυψη («προκαλυπτικό απόσπασμα»)
3. φρ. «προκαλυπτικός φλοιός» στρ. το σύνολο τών πιο προχωρημένων στρατευμάτων.
επίρρ...
προκαλυπτικώς και προκαλυπτικά
με τρόπο προκαλυπτικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”